αμφίσημος

αμφίσημος
-η, -ο (Γλωσσολ.)
αυτός που χαρακτηρίζεται από αμφισημία, που έχει διφορούμενη σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι-* + -σημος < σήμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφισημία — η (Γλωσσολ.) όρος τής σημασιολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει λέξεις, φράσεις ή προτάσεις με διπλή, διφορούμενη σημασία (αμφίσημη λέξη, φράση ή πρόταση). Αμφισημία λ.χ. χαρακτηρίζει τη λέξη άκοπος (1. χωρίς κόπο, 2. που δεν έχει κοπεί)… …   Dictionary of Greek

  • διπλοσήμαντος — και διπλόσημος, η, ο (Μ διπλοσήμαντος και διπλόσημος, ον) αυτός που έχει διπλή σημασία, ο δίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διπλοσήμαντος < διπλο * + σημαίνω < σήμα «σημείο, σημάδι» (πρβλ. ασήμαντος) και διπλόσημος < διπλο * + σημος < σήμα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… …   Dictionary of Greek

  • συναισθηματικότητα — Η ιδιότητα εκείνων που έχουν χαρακτήρα ικανό να δέχεται συναισθήματα και συγκινήσεις. Πολλές ανθρώπινες πράξεις, που μπορεί να φαίνονται απόλυτα λογικές, έχουν ωστόσο συναισθηματικά αίτια: κάθε πράγμα έχει έναν δικό του χαρακτήρα, που εκδηλώνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”